Τους τελευταίους μήνες ακούμε συνεχώς για νέα στελέχη του SARS-CoV-2 που εξαπλώνονται παγκοσμίως.
Το τελευταίο παράδειγμα είναι το στέλεχος Δέλτα το οποίο έχει αυξημένη μολυσματικότητα και έχει εξαπλωθεί πλέον σε περισσότερες από 70 χώρες.
“Μία λογική απορία που έχει εκφραστεί από αρκετούς ανθρώπους είναι αν ο εμβολιασμός ή το ιστορικό λοίμωξης μπορεί να προστατεύσουν από τα παραπάνω νεότερα στελέχη“, αναφέρει ο κ. Αντώνιος Δημητρακόπουλος, Διευθυντής Γ’ Παθολογικής Κλινικής Ερρίκος Ντυνάν Hospital.
Γνωρίζουμε σήμερα ότι η ανοσία σε ένα παθογόνο αναπτύσσεται με δύο διαφορετικούς τρόπους:
-είτε με την έκθεση στο παθογόνο,
-είτε με τον εμβολιασμό.
Ωστόσο, η ανοσία του εμβολιασμού και η ανοσία από τη φυσική λοίμωξη δεν είναι εξίσου ισχυρές ούτε έχουν την ίδια διάρκεια.
“Ακόμη, κάθε άτομο που νοσεί από τον SARS-CoV-2 δεν παρουσιάζει εξίσου ισχυρή ανοσία, ενώ αντίθετα, η ανοσία από τα εμβόλια είναι συγκρίσιμη σχεδόν σε όλους τους ασθενείς.
Η διαφορά της ανοσίας ανάμεσα στον εμβολιασμό και τη φυσική λοίμωξη φαίνεται ότι είναι περισσότερο εμφανής αναφορικά με τα νεότερα στελέχη του SARS-CoV-2″, σημειώνει ο κ. Δημητρακόπουλος.
Στις αρχές του Ιούλη, δημοσιεύτηκαν 2 έρευνες που έδειξαν ότι τα εμβόλια της COVID-19, αν και έχουν ελαφρώς μειωμένη αποτελεσματικότητα συγκριτικά με το αρχικό στέλεχος του SARS-CoV-2, μπορούν να προσφέρουν ισχυρή ανοσία ενάντια στις τελευταίες μεταλλάξεις του ιού.
Οι επιστήμονες της παραπάνω μελέτης εξέτασαν την ισχύ της σύνδεσης των αντισωμάτων με τα νεότερα στελέχη του SARS-CoV-2.
Όπως διαπίστωσαν, τα αντισώματα στους ασθενείς με ιστορικό λοίμωξης από SARS-CoV-2 δεν ήταν ικανά να προστατεύσουν τους ασθενείς από τα νεότερα στελέχη.
Αντίθετα, σε αυτούς που είχαν εμβολιαστεί η ανοσία ενάντια στα παραπάνω στελέχη ήταν επαρκής.
“Καταλαβαίνουμε, επομένως, ότι ο εμβολιασμός αποτελεί μία ασφαλή και αποτελεσματική μέθοδο πρόληψης τόσο για το αρχικό όσο και για τα νεότερα στελέχη του SARS-CoV-2 και ιδιαίτερα το στέλεχος Δέλτα”, τονίζει ο κ. Δημητρακόπουλος.
Η ανοσία μετά τη λοίμωξη ποικίλλει
Η ανοσία συνδέεται με την ικανότητα του ανοσοποιητικού συστήματος να «θυμάται» την προηγούμενη συνάντησή του με ένα παθογόνο.
Χρησιμοποιώντας την παραπάνω ανοσιακή μνήμη, ο οργανισμός γνωρίζει πως να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το παθογόνο αν κληθεί να το αντιμετωπίσει ξανά στο μέλλον.
Τα αντισώματα είναι πρωτεΐνες που προσδένονται σε έναν ιό και προλαμβάνουν τη λοίμωξη.
Τα Τ λεμφοκύτταρα ακολούθως ασχολούνται με την απομάκρυνση των ιών και των κυττάρων στα οποία έχουν προσδεθεί τα αντισώματα.
Τα δύο παραπάνω είδη κυττάρων αποτελούν τους σημαντικότερους δείκτες ανοσίας.
Μετά τη λοίμωξη από SARS-CoV-2, η απόκριση τόσο των αντισωμάτων όσο και των Τ λεμφοκυττάρων μπορεί να προστατεύσει τον οργανισμό από μελλοντικές λοιμώξεις.
Το 84-91% των ασθενών που μολύνθηκαν με το αρχικό στέλεχος του SARS-CoV-2 είχαν επαρκή ανοσία ικανή να τους προστατεύσει από νέες μολύνσεις για τουλάχιστον 6 μήνες, ακόμα κι αν είχαν παρουσιάσει ήπια συμπτώματα.
Ακόμα και αυτοί που δεν παρουσίασαν κανένα σύμπτωμα κατά τη διάρκεια της λοίμωξης με τον ιό, ανέπτυξαν κάποιου βαθμού ανοσία, αν και τα επίπεδα των αντισωμάτων τους ήταν σχετικά μειωμένα.
“Καταλαβαίνουμε, επομένως, ότι σε ορισμένους ασθενείς η ανοσία από τη φυσική λοίμωξη ενδεχομένως είναι επαρκής“, σημειώνει ο κ. Δημητρακόπουλος, προσθέτοντας:
“Ωστόσο, ένα σημαντικό ποσοστό των ασθενών που νοσούν από COVID-19 δεν αναπτύσσουν ανοσία.
Συγκεκριμένα, το 9% των ασθενών δεν έχουν ανιχνεύσιμα αντισώματα, ενώ το 7% δεν έχουν Τ λεμφοκύτταρα που αναγνωρίζουν τον ιό 30 ημέρες μετά τη λοίμωξη“.
Ακόμα και σε αυτούς που αναπτύσσουν ανοσία, η ισχύς και η διάρκεια της τελευταίας μπορεί να παρουσιάζει μεγάλη διαφοροποίηση.
Στο 5% περίπου των ασθενών η ανοσία φθίνει ταχέως μέσα σε ένα διάστημα λίγων μηνών.
Χωρίς επαρκή ανοσία, οι παραπάνω ασθενείς κινδυνεύουν να μολυνθούν ξανά με νεότερα στελέχη του ιού.
Ορισμένοι από αυτούς, μάλιστα, νόσησαν ξανά από τον ιό σε λιγότερο από 1 μήνα μετά την αρχική λοίμωξη.
Αν και το φαινόμενο αυτό είναι σχετικά σπάνιο, μερικοί από αυτούς κατέληξαν από τη νέα λοίμωξη.
Στέλεχος “Δέλτα”
Ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα είναι ότι οι ασθενείς που μολύνθηκαν στην αρχή της πανδημίας έχουν αυξημένη ευαισθησία στο στέλεχος Δέλτα του SARS-CoV-2.
Μία έρευνα διαπίστωσε ότι 12 μήνες μετά τη λοίμωξη από τον ιό, το 88% των εθελοντών είχε ακόμα αντισώματα ικανά να αποτρέψουν τη λοίμωξη από το αρχικό στέλεχος του SARS-CoV-2.
Ωστόσο, λιγότερο από το 50% των παραπάνω ασθενών είχε αποτελεσματικά αντισώματα ενάντια στο στέλεχος Δέλτα.
“Επιπλέον, ένας ασθενής που μολύνεται με τον ιό μπορεί να τον μεταδώσει, ακόμα κι αν δεν παρουσιάσει κανένα σύμπτωμα.
Τα νεότερα στελέχη μεταδίδονται ευκολότερα σε σχέση με το αρχικό στέλεχος, επομένως δημιουργούν προβλήματα και σε αυτό τον τομέα“, επισημαίνει ο κ. Δημητρακόπουλος.
Ο εμβολιασμός δημιουργεί επαρκή ανοσία
Τα εμβόλια της COVID-19 προκαλούν ισχυρή απόκριση τόσο αντισωμάτων όσο και Τ λεμφοκυττάρων.
Μία μελέτη διαπίστωσε ότι 6 μήνες μετά την 1η δόση του εμβολίου της Moderna, όλοι οι εθελοντές είχαν ακόμα επαρκή αντισώματα ενάντια στον SARS-CoV-2.
Αντίστοιχα, μία έρευνα που εξέτασε τα δύο εμβόλια mRNA (Pfizer και Moderna) παρατήρησε ότι τα επίπεδα των αντισωμάτων σε αυτούς που είχαν εμβολιαστεί ήταν υψηλότερα συγκριτικά με αυτούς που είχαν νοσήσει από τον ιό.
Τέλος, μία έρευνα από το Ισραήλ έδειξε ότι το εμβόλιο της Pfizer ήταν ικανό να αποτρέψει το 90% των λοιμώξεων στους ασθενείς που είχαν κάνει και τις 2 δόσεις, ανεξαρτήτως στελέχους.
Ο περιορισμός των λοιμώξεων σημαίνε,ι μείωση της κυκλοφορίας του ιού στην κοινότητα.
“Καταλαβαίνουμε επομένως ότι, ακόμα κι αν έχουμε νοσήσει από COVID-19, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να εμβολιαστούμε.
Μία έρευνα έδειξε ότι ο εμβολιασμός ατόμων που έχουν νοσήσει από τον ιό, δημιουργεί 100 φορές περισσότερα αντισώματα σε σχέση με αυτά που παράγονται από τη φυσική λοίμωξη.
Μάλιστα, το 100% των ατόμων που εμβολιάστηκαν ενώ είχαν ιστορικό λοίμωξης από τον ιό, κατάφεραν να αναπτύξουν επαρκή ανοσία για το στέλεχος “Δέλτα”, καταλήγει ο κ. Δημητρακόπουλος.