«Η πανδημία της COVID-19 συνδέεται με το δίκτυο του 5G», «Το θερμό κλίμα προστατεύει από την COVID-19».
Οι παραπάνω δύο επικεφαλίδες αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα fake news που εξαπλώθηκαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τους πρώτους μήνες της πανδημίας.
Το κύμα της παραπληροφόρησης σχετικά με την COVID-19 ήταν μάλιστα τόσο μεγάλο που ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών του έδωσε τελικά το όνομα «infodemic».
Το φαινόμενο των fake news προϋπήρχε της πανδημίας και έχει διογκωθεί εξ’ αιτίας της ευρείας χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Σήμερα, οι περισσότεροι επιστήμονες πιστεύουν ότι τα fake news επηρεάζουν αρνητικά τη συμπεριφορά των ανθρώπων.
Για παράδειγμα, υπάρχει η αντίληψη ότι η έκθεση στα fake news μπορεί να δημιουργήσει αμφιβολίες, αποτρέποντας έτσι αρκετά άτομα από:
-τη χρήση μάσκας,
-τον εμβολιασμό ή,
-την τήρηση των μέτρων πρόληψης για τον ιό.
Ωστόσο, μέχρι σήμερα, καμία έρευνα δεν έχει εξετάσει την ορθότητα της παραπάνω θεωρίας.
Η έρευνα
Μία νέα έρευνα που ξεκίνησε το Μάιο του 2020 θέλησε να δώσει απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα.
Στη μελέτη αυτή συμμετείχαν συνολικά πάνω από 4.500 εθελοντές, στους οποίους οι επιστήμονες είπαν ότι ο σκοπός της μελέτης είναι «να εξεταστούν οι αντιδράσεις των εθελοντών σε ειδήσεις σχετικές με την πανδημία της COVID-19».
Κάθε εθελοντής είδε συνολικά 6 άρθρα για την πανδημία, εκ των οποίων τα 4 ήταν πραγματικές ειδήσεις, ενώ τα 2 ήταν fake news.
Οι επιστήμονες της μελέτης είχαν σχεδιάσει τα fake news άρθρα έτσι ώστε να μοιάζουν αρκετά με αυτά που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Ένα από αυτά υποστήριζε ότι ο καφές μπορεί να προστατεύσει από τον SARS-CoV-2, ενώ το δεύτερο αναφερόταν στην υψηλή αποτελεσματικότητα της κόκκινης πιπεριάς στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της COVID-19.
Το τρίτο fake news άρθρο ανέφερε ότι οι φαρμακευτικές εταιρίες κρύβουν τις σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες ενός εμβολίου που δεν είχε κυκλοφορήσει ακόμα εκείνη την περίοδο, ενώ το τελευταίο υποστήριζε ότι μία εφαρμογή ιχνηλατήσεων που κυκλοφορεί στην Ιρλανδία έχει αναπτυχθεί σε συνεργασία με την Cambridge Analytica, μία εταιρία που έχει ενοχοποιηθεί στο παρελθόν για παραβιάσεις προσωπικών δεδομένων.
Αφού διάβασαν τα 6 άρθρα οι εθελοντές ρωτήθηκαν αν θα κάνουν αλλαγές στον τρόπο ζωής τους με βάση τις νέες πληροφορίες που αποκόμισαν, για παράδειγμα αν σκοπεύουν να αυξήσουν την κατανάλωση καφέ ή αν θα κατεβάσουν τη εφαρμογή ιχνηλατήσεων.
Όπως διαπίστωσε η έρευνα, τα fake news επηρέασαν τη συμπεριφορά των εθελοντών, όχι όμως σε μεγάλο βαθμό.
Για παράδειγμα, αυτοί που είδαν την είδηση σχετικά με την εφαρμογή ιχνηλατήσεων είχαν 5% μειωμένη πιθανότητα να κατεβάσουν την εφαρμογή, συγκριτικά με τους εθελοντές που είχαν δει άλλες ειδήσεις.
Μία παρατήρηση με ιδιαίτερο ενδιαφέρον ήταν ότι ορισμένοι εθελοντές ανέφεραν ότι «είχαν δει ξανά στο παρελθόν αυτά τα fake news», χωρίς ωστόσο αυτό να έχει συμβεί.
Οι εθελοντές αυτοί είχαν αυξημένη πιθανότητα να τροποποιήσουν τη συμπεριφορά τους με βάση αυτό που διάβασαν στα fake news.
Για παράδειγμα, αυτοί που ανέφεραν ότι «είχαν ξανακούσει ότι η εφαρμογή ιχνηλατήσεων είχε προβλήματα με τα προσωπικά δεδομένα», είχαν 7% μειωμένη πιθανότητα να κατεβάσουν την εφαρμογή συγκριτικά με αυτούς που διάβασαν την είδηση για πρώτη φορά στα πλαίσια της έρευνας.
Το παραπάνω φαινόμενο ήταν σχετικά περιορισμένο και δεν παρουσιάστηκε σε όλα τα fake news άρθρα.
Ωστόσο, ακόμα και μικρά ποσοστά μπορεί να επηρεάσουν σημαντικά τη δημόσια υγεία.
Για παράδειγμα, όταν είχαν διαδοθεί για πρώτη φορά fake news σχετικά με τη σύνδεση ανάμεσα στο εμβόλιο MMR και τον κίνδυνο εμφάνισης αυτισμού, παρουσιάστηκε μία μικρή μείωση στα ποσοστά εμβολιασμού (της τάξης του 10%), γεγονός που οδήγησε σε σημαντική αύξηση στα περιστατικά ιλαράς.
Κατά συνέπεια, ακόμα και το μικρό ποσοστό 5% που παρατηρήθηκε στην παρούσα μελέτη ενδέχεται να επηρεάσει σημαντικά τη δημόσια υγεία.
Φυσικά, η παρούσα μελέτη είχε και ορισμένους περιορισμούς.
Αρχικά, οι επιστήμονες εξέτασαν την πρόθεση των εθελοντών να κάνουν κάποια ενέργεια και όχι αν τελικά την έκαναν.
Όπως γνωρίζουμε, οι προθέσεις δεν μεταφράζονται πάντοτε σε πράξεις.
Πόσοι από εμάς, για παράδειγμα, έχουμε πει ότι θα ξεκινήσουμε υγιεινή διατροφή και άσκηση χωρίς να το κάνουμε ποτέ;
Ωστόσο, η πρόθεση αποτελεί το πρώτο βήμα για μία πράξη και προφανώς ένας άνθρωπος που δεν έχει καν πρόθεση να κάνει κάτι είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα το κάνει.
Ένας άλλος περιορισμός της έρευνας ήταν ότι οι εθελοντές διάβασαν μόνο μία φορά τα fake news.
Στον πραγματικό κόσμο, ένας άνθρωπος μπορεί να συναντήσει το ίδιο fake news άρθρο σε αρκετά μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Η επανειλημμένη έκθεση σε μία είδηση αυξάνει την πιθανότητα να τη θεωρήσουμε αληθή.
Το παραπάνω φαινόμενο θα πρέπει να εξερευνηθεί από μελλοντικές μελέτες.
Τα προειδοποιητικά μηνύματα δεν επηρέασαν τους εθελοντές
Ένα δευτερεύον τελικό σημείο της έρευνας ήταν να εξετάσει αν τα προειδοποιητικά μηνύματα για πιθανή παραπληροφόρηση επηρεάζουν τους αναγνώστες.
Τα μηνύματα αυτά συνήθως συνοδεύουν τα fake news άρθρα και παροτρύνουν τους αναγνώστες να σκεφτούν πριν μοιραστούν το άρθρο που διαβάζουν.
Μέχρι σήμερα μόνο μία μικρή μελέτη είχε εξετάσει αν τα προειδοποιητικά μηνύματα επηρεάζουν την πιθανότητα ενός ατόμου να πιστέψει τα fake news.
Ένας περιορισμός της παραπάνω μελέτης είναι ότι οι εθελοντές γνώριζαν ότι συμμετέχουν σε μία έρευνα για τα fake news επομένως ήταν περισσότερο καχύποπτοι αναφορικά με αυτά που διαβάζουν.
Στην παρούσα μελέτη, οι εθελοντές χωρίστηκαν σε δύο ομάδες εκ των οποίων η μία διάβασε προειδοποιητικό μήνυμα πριν την ανάγνωση του άρθρου, ενώ η άλλη όχι.
Προς έκπληξή τους, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι τα προειδοποιητικά μηνύματα δεν επηρεάζουν την πιθανότητα ενός ατόμου να πιστέψει τα fake news.
Καταλήγοντας, οι επιστήμονες υποστήριξαν ότι η μελέτη τους προσφέρει σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τα fake news, τις οποίες οι κυβερνήσεις θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν για να αντιμετωπίσουν πιο αποτελεσματικά το παραπάνω πρόβλημα.
Φωτογραφία: Kevin Smith
Πηγή: Αντώνιος Δημητρακόπουλος – Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center