Σχεδόν ένας στους τέσσερις ανθρώπους που ασθένησαν με COVID-19 αντιμετωπίζουν έναν και πλέον μήνα μετά, επίμονα προβλήματα υγείας τα οποία δεν είχαν βιώσει πριν από τη μόλυνσή τους, σύμφωνα με μια μεγάλη μελέτη κατά την οποία αναλύθηκαν τα ιατρικά δεδομένα περίπου δύο εκατομμυρίων Αμερικανών.
Η μελέτη αυτή είναι η μεγαλύτερη που έχει γίνει ποτέ για να εξεταστούν οι μακροπρόθεσμες συνέπειες της ασθένειας, ανέφερε η Fair Health, μια ανεξάρτητη οργάνωση που συνέλεξε πληροφορίες από ασφαλιστικές εταιρείες.
Εξετάστηκαν τα δεδομένα περίπου 1,960 εκατ. ανθρώπων που είχαν διαγνωστεί θετικοί στην COVID-19 από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Δεκέμβριο του 2020.
«Μολονότι πολλοί ασθενείς αναρρώνουν από την COVID-19 μέσα σε μερικές εβδομάδες, ορισμένοι παρουσιάζουν επίμονα ή νέα συμπτώματα τέσσερις και πλέον εβδομάδες αφότου διαγνώστηκαν» αναφέρει η μελέτη.
Τα δύο κυριότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι συγκεκριμένοι ασθενείς είναι:
-ο πόνος (νευραλγίες, μυαλγίες) σε ποσοστό 5% και,
-δυσκολία στην αναπνοή σε ποσοστό 3,5%.
Ακολουθούν:
-η υπερλιπιδαιμία (αύξηση των λιπιδίων του αίματος),
-η υπέρταση,
-η δυσφορία ή η κόπωση,
-το άγχος και εντερικά προβλήματα.
Οι ασθενείς που είχαν ήδη αναφέρει παρόμοια συμπτώματα πριν μολυνθούν από την COVID-19 δεν συμπεριλήφθηκαν στη μελέτη, διευκρίνισε η Fair Health.
Αποκλείστηκαν επίσης όσοι έπασχαν από ασθένειες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ψευδή αποτελέσματα (καρκίνος, νεφρική ανεπάρκεια κλπ.)
Πιο αναλυτικά:
-Λίγο πάνω από το 23% των ασθενών που ανάρρωσαν ζήτησαν ιατρική βοήθεια έναν και πλέον μήνα μετά τη μόλυνσή τους, για ένα ή περισσότερα από τα προαναφερόμενα προβλήματα υγείας.
-Όσοι ασθένησαν βαρύτερα είχαν και περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν τέτοια προβλήματα:
–Σχεδόν ένας στους δύο απ’ όσους νοσηλεύτηκαν παρουσίασε τουλάχιστον ένα πρόβλημα υγείας.
–Από τους ασθενείς που παρουσίασαν πιο ελαφρά συμπτώματα, το 27% ζήτησε ιατρική βοήθεια.
–Αξιοσημείωτο είναι ότι ιατρική βοήθεια ζήτησε και σχεδόν το 19% των ασυμπτωματικών κρουσμάτων.
Επιπλέον, το 0,21% είπε ότι εξακολουθεί να έχει εμβοές, 30 ημέρες μετά τη μόλυνση από την COVID-19.
-Από εκείνους που νοσηλεύτηκαν και πήραν εξιτήριο, το 0,45% πέθανε μέσα σε 30 ή περισσότερες ημέρες μετά τη μόλυνση.
–Ο κίνδυνος θανάτου για αυτούς ήταν 46 φορές υψηλότερος σε σύγκριση με τους ασθενείς που δεν νοσηλεύτηκαν.
Ένα από τα προβλήματα της μελέτης αυτής ήταν ότι δεν αναλύθηκαν δεδομένα από μια ομάδα ελέγχου, δηλαδή από ανθρώπους που δεν προσβλήθηκαν από την COVID-19, ώστε να γίνει σύγκριση των αποτελεσμάτων.
Πηγή: ΑΜΠΕ