Μία ομάδα επιστημόνων από την Cleveland Clinic των ΗΠΑ εξέτασε προσφάτως την αποτελεσματικότητα και τα οφέλη του εμβολιασμού σε άτομα με ή χωρίς ιστορικό λοίμωξης με τον ιό SARS-CoV-2.
Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις της μελέτης η οποία έχει αναρτηθεί αυτή τη στιγμή ως προδημοσίευση στην ιστοσελίδα medRxiv, οι ασθενείς που νόσησαν από COVID-19 έχουν περιορισμένα οφέλη από τα εμβόλια της COVID-19.
Κατά συνέπεια, τα τελευταία θα πρέπει να χορηγούνται κατά προτεραιότητα σε άτομα χωρίς ιστορικό λοίμωξης από τον ιό.
Σχεδιασμός της έρευνας
Σήμερα, έχουν εγκριθεί και χορηγούνται στις ΗΠΑ και στην ΕΕ δύο mRNA εμβόλια τα οποία έχουν εξαιρετικά υψηλή αποτελεσματικότητα στην πρόληψη της COVID-19.
Ωστόσο, η περιορισμένη διαθεσιμότητα των παραπάνω εμβολίων έχει δημιουργήσει προβλήματα στον μαζικό εμβολιασμό του παγκοσμίου πληθυσμού.
“Κατά συνέπεια, εφόσον αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν ακόμα επαρκή εμβόλια για το σύνολο του πληθυσμού, ο εμβολιασμός θα πρέπει να γίνει σταδιακά, δίνοντας προτεραιότητα στους ασθενείς που θα ωφεληθούν περισσότερο από τον εμβολιασμό.
Οι περισσότερες χώρες ξεκίνησαν τον εμβολιασμό από τους υγειονομικούς, τους ηλικιωμένους και τους ασθενείς με σοβαρά χρόνια νοσήματα“, αναφέρει ο κ. Αντώνιος Δημητρακόπουλος, Διευθυντής Γ’ Παθολογικής Κλινικής Ερρίκος Ντυνάν Hospital.
Μία ομάδα ασθενών που έχει επίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναφορικά με τον εμβολιασμό είναι οι ασθενείς με ιστορικό COVID-19.
Η παρούσα μελέτη εξέτασε ειδικά αυτούς τους ασθενείς με σκοπό να διαπιστώσει αν έχουν σημαντικά οφέλη από τα εμβόλια.
Στην έρευνα έλαβαν μέρος 52.238 εθελοντές από την Cleveland Clinic.
Οι εθελοντές έλαβαν 2 δόσεις των εμβολίων της Pfizer ή της Moderna και θεωρήθηκαν «πλήρως εμβολιασμένοι» 14 ημέρες μετά τη χορήγηση της 2ης δόσης.
Οι εθελοντές που είχαν θετικές εξετάσεις για τον SARS-CoV-2 τουλάχιστον 42 ημέρες πριν την χορήγηση της 1ης δόσης θεωρήθηκε ότι είχαν ιστορικό λοίμωξης από τον ιό.
Σημαντικές Παρατηρήσεις
Από το σύνολο των εθελοντών που εξετάστηκαν στη μελέτη, μόλις το 5% είχε ιστορικό λοίμωξης COVID-19.
Στο τέλος της έρευνας, εμβολιάστηκε:
-περίπου το 59% των εθελοντών χωρίς ιστορικό λοίμωξης, και,
-το 47% των εθελοντών με ιστορικό λοίμωξης.
Η ανάλυση των δεδομένων έδειξε ότι, στο διάστημα που εξετάστηκε από τη μελέτη, οι λοιμώξεις από τον SARS-CoV-2 εντοπίστηκαν σχεδόν αποκλειστικά σε άτομα χωρίς ιστορικό λοίμωξης που δεν είχαν εμβολιαστεί.
“Μία παρατήρηση της έρευνας με ιδιαίτερο ενδιαφέρον ήταν ότι τα ποσοστά COVID-19 ήταν παρόμοια σε 3 ομάδες εθελοντών και συγκεκριμένα σε αυτούς που είχαν ιστορικό λοίμωξης αλλά δεν εμβολιάστηκαν, σε αυτούς που είχαν ιστορικό λοίμωξης και εμβολιάστηκαν, καθώς και σε αυτούς που δεν είχαν ιστορικό λοίμωξης και εμβολιάστηκαν”, επισημαίνει ο κ. Δημητρακόπουλος.
Οι εθελοντές στις τρεις παραπάνω ομάδες είχαν σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά COVID-19 συγκριτικά με αυτά που παρατηρήθηκαν στην ομάδα εθελοντών χωρίς ιστορικό λοίμωξης που δεν εμβολιάστηκε.
Συγκεκριμένα:
– το 99.3% των περιστατικών παρατηρήθηκε στην τελευταία ομάδα ασθενών, ενώ,
-το υπόλοιπο 0.7% στους εθελοντές των παραπάνω τριών ομάδων.
Σημαντικότερα, κανένα περιστατικό COVID-19 δεν παρατηρήθηκε σε άτομα με ιστορικό λοίμωξης, ανεξαρτήτως αν είχαν εμβολιαστεί.
Περαιτέρω στατιστικές αναλύσεις έδειξαν ότι ο εμβολιασμός μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο COVID-19 σε άτομα χωρίς ιστορικό λοίμωξης, χωρίς ωστόσο να προσφέρει οφέλη σε άτομα που νόσησαν από SARS-CoV-2.
“Αν και η έρευνα δεν είχε σχεδιαστεί με σκοπό να εκτιμήσει τη διάρκεια της ανοσίας μετά τη φυσική λοίμωξη με τον ιό, διαπίστωσε ότι οι ασθενείς με ιστορικό λοίμωξης είχαν επαρκή αντισώματα για τουλάχιστον 10 μήνες μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων από τη λοίμωξη“, σημειώνει ο κ. Δημητρακόπουλος.
Από τα αποτελέσματα της έρευνας είναι προφανές ότι τα περισσότερα οφέλη από τον εμβολιασμό για την COVID-19 έχουν οι ασθενείς χωρίς ιστορικό λοίμωξης, επομένως σωστά έχει δοθεί προτεραιότητα σε αυτούς.
Αντιθέτως, οι ασθενείς που νόσησαν από COVID-19 έχουν ελάχιστα οφέλη και επομένως θα πρέπει ίσως να εμβολιαστούν αργότερα, όταν θα υπάρχουν περισσότερα διαθέσιμα εμβόλια.