Αν και δεδομένα στην αρχή της πανδημίας είχαν δείξει ότι η βιταμίνη D μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο COVID-19, μία νέα μελέτη από το McGill University δείχνει ότι τα συμπληρώματα της παραπάνω βιταμίνης δεν μπορούν να προστατεύσουν από τον SARS-CoV-2.
Όπως τόνισαν οι επιστήμονες της μελέτης, η χορήγηση των συμπληρωμάτων αυτών δεν συνδέεται με μειωμένα ποσοστά λοιμώξεων από COVID-19 και επομένως θα πρέπει να αποφεύγεται ως μέτρο πρόληψης.
“Υποστήριξαν, μάλιστα, ότι οι μελλοντικές τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές θα πρέπει να επικεντρωθούν περισσότερο σε διαφορετικές προσεγγίσεις“, αναφέρει ο κ. Αντώνιος Δημητρακόπουλος, Διευθυντής Γ’ Παθολογικής Κλινικής Ερρίκος Ντυνάν Hospital.
Θέλοντας να εξετάσουν τη σύνδεση ανάμεσα στα επίπεδα της βιταμίνης D και τον κίνδυνο COVID-19 οι επιστήμονες έκαναν μία μελέτη Μεντελικής τυχαιοποίησης εξετάζοντας αλληλόμορφα γονιδίων που συνδέονται ισχυρά με αυξημένα επίπεδα βιταμίνης D.
Στη μελέτη έλαβαν μέρος 14.134 ασθενείς με COVID-19 και 1.2 άτομα χωρίς ιστορικό μόλυνσης με τον ιό από 11 χώρες.
Στην έρευνα, η οποία δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό PLOS Medicine, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι στους ασθενείς με COVID-19, τα επίπεδα της βιταμίνης D δεν συνδέθηκαν με μειωμένο ή αυξημένο κίνδυνο νόσησης, ή νοσηλείας.
Εξετάζοντας τις Επιδράσεις της Βιταμίνης D
Στις αρχές της πανδημίας, αρκετοί επιστήμονες είχαν ασχοληθεί με τη βιταμίνη D, καθώς γνωρίζουμε ότι παίζει σημαντικό ρόλο και μπορεί να επηρεάσει τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος.
“Ωστόσο, μέχρι σήμερα καμία έρευνα δεν κατάφερε να προσφέρει επαρκή δεδομένα που δείχνουν ότι τα συμπληρώματα της συγκεκριμένης βιταμίνης είναι αποτελεσματικά στην πρόληψη ή θεραπεία της COVID-19″, αναφέρει ο κ. Δημητρακόπουλος, προσθέτοντας:
“Σύμφωνα με τους επιστήμονες της παρούσας μελέτης, τα αποτελέσματα των περισσοτέρων ερευνών για τη βιταμίνη D είναι δύσκολο να ερμηνευθούν, καθώς συνήθως δεν έχει γίνει προσαρμογή για παράγοντες που συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο COVID-19, όπως η προχωρημένη ηλικία και οι χρόνιες νόσοι, καταστάσεις στις οποίες τα επίπεδα της βιταμίνης είναι συνήθως μειωμένα”.
Κατά συνέπεια, ο καλύτερος τρόπος για να εκτιμηθεί η αποτελεσματικότητα της βιταμίνης D είναι η διεξαγωγή τυχαιοποιημένων μελετών, ωστόσο οι τελευταίες χρειάζονται αρκετό χρόνο και μεγάλη χρηματοδότηση, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της πανδημίας.
Χρησιμοποιώντας το μοντέλο της Μεντελικής τυχαιοποίησης, οι επιστήμονες της παρούσας μελέτης κατάφεραν να περιορίσουν σημαντικά την επίδραση των γνωστών παραγόντων κινδύνου για την COVID-19, γεγονός που μας δίνει μία καλύτερη εικόνα για τη σύνδεση ανάμεσα στη βιταμίνη D και την COVID-19.
Ωστόσο, όπως τόνισαν οι επιστήμονες, η μελέτη τους είχε και ορισμένους περιορισμούς, όπως για παράδειγμα, το γεγονός ότι δεν εξέτασε ειδικά τους ασθενείς με ανεπάρκεια της συγκεκριμένης βιταμίνης.
“Σε αυτή την ομάδα ασθενών, η χορήγηση συμπληρωμάτων βιταμίνης D μπορεί πιθανώς να προσφέρει οφέλη στην πρόληψη της COVID-19 και των σχετιζόμενων με αυτή επιπλοκών“, είναι η επισήμανση του κ. Δημητρακόπουλου.
Ένας άλλος περιορισμός της έρευνας ήταν ότι εξέτασε μόνο ασθενείς από την Ευρώπη, επομένως τα αποτελέσματά της πιθανώς δεν αφορούν κατοίκους άλλων ηπείρων.
Στο παρελθόν, οι μελέτες Μεντελικής τυχαιοποίησης είχαν καταφέρει να προβλέψουν με ακρίβεια τις επιδράσεις της βιταμίνης D, στην πορεία συγκεκριμένων λοιμώξεων.
“Στην παρούσα μελέτη, η εφαρμογή της παραπάνω προσέγγισης έδειξε ότι η χορήγηση συμπληρωμάτων βιταμίνη D δεν μπορεί να επηρεάσει τον κίνδυνο μόλυνσης ή σοβαρής νόσησης από COVID-19, όπως κατέληξαν οι επιστήμονες“, καταλήγει ο κ. Δημητρακόπουλος.