Τόσο η Pfizer όσο και η AstraZeneca δημοσίευσαν προσφάτως δεδομένα σχετικά με την αποτελεσματικότητα των εμβολίων τους ενάντια στο νέο στέλεχος από την Ινδία, γνωστό ως Β.1.617.2.
Σύμφωνα με τα δεδομένα που αναφέρονται στην προδημοσίευση από το Public Health England του Λονδίνου:
–η αποτελεσματικότητα του εμβολίου της Pfizer είναι 87.9% στους ασθενείς που έχουν κάνει και τις δύο δόσεις, ενώ,
-για το εμβόλιο της AstraZeneca, το αντίστοιχο ποσοστό είναι 59.8%.
Η αποτελεσματικότητα στους ασθενείς που είχαν κάνει μία δόση των παραπάνω εμβολίων ενάντια στο συγκεκριμένο στέλεχος ήταν μόλις 33%.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες της έρευνας, αυτή είναι η πρώτη μελέτη που εξετάζει την αποτελεσματικότητα των εμβολίων για το στέλεχος Β.1.617.2.
Οι επιστήμονες εξέτασαν δεδομένα από τις 26 Οκτωβρίου του 2020 μέχρι τις 16 Μαΐου του 2021.
Οι ασθενείς που συμπεριελήφθησαν στη μελέτη είχαν κάνει τόσο εξετάσεις PCR, καθώς και εξετάσεις για να διαπιστωθεί από ποιο στέλεχος έχουν μολυνθεί.
–Η αποτελεσματικότητα εκτιμήθηκε μόνο 21 ημέρες μετά τη χορήγηση της 1ης δόσης ή,
-τουλάχιστον 14 ημέρες μετά τη χορήγηση της 2ης.
Συνολικά καταγράφηκαν 12.675 περιστατικά ασθενών:
– οι 11.621 εκ των οποίων είχαν μολυνθεί με το στέλεχος Β.1.1.7, ενώ οι υπόλοιποι,
-1.054 με το στέλεχος Β.1.617.2.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των ασθενών που είχαν μολυνθεί με το τελευταίο στέλεχος ήταν γυναίκες και οι περισσότερες από αυτές είχαν πρόσφατα ταξιδεύσει στο εξωτερικό, ή είχαν καταγωγή από την Ινδία ή άλλη Ασιατική χώρα.
Οι επιστήμονες εξέτασαν επίσης την αποτελεσματικότητα των εμβολίων ενάντια στο στέλεχος της Μεγάλης Βρετανίας (Β.1.1.7).
–Το εμβόλιο της Pfizer είχε 93.4% αποτελεσματικότητα ενάντια σε αυτό το στέλεχος, ενώ,
–το εμβόλιο της AstraZeneca είχε 66.1%.
Η μείωση της αποτελεσματικότητας του εμβολίου της AstraZeneca ήταν μεγαλύτερη για το Ινδικό στέλεχος, ωστόσο οι επιστήμονες υποστήριξαν ότι και για τα δύο εμβόλια η μείωση ήταν στατιστικώς σημαντική.
Τόνισαν, επίσης, ότι η έρευνά τους αναδεικνύει τη σημαντικότητα της χορήγησης και των δύο δόσεων του εμβολίου.
Η παραπάνω ανάλυση είχε ορισμένους περιορισμούς, όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι ήταν μία έρευνα παρατήρησης.
Επιπλέον, ενδεχομένως να υπήρχαν διαφορές ανάμεσα στους πληθυσμούς που έκαναν το κάθε εμβόλιο.
Τέλος, οι επιστήμονες υποστήριξαν ότι η ακρίβεια της εξέτασης PCR είναι ένας ακόμα παράγοντας που ενδεχομένως επηρέασε τα αποτελέσματα.
Πηγή: Αντώνιος Δημητρακόπουλος – Ερρίκος Ντυνάν Hospital,