Με τα περιστατικά της COVID-19 να μειώνονται από τον Απρίλιο, έχουμε αρχίσει πλέον να ασχολούμαστε περισσότερο με τη ζωή μετά την πανδημία.
Ως αποτέλεσμα το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητα στρέφεται πλέον στις μακροπρόθεσμες επιδράσεις της SARS-CoV-2 στην υγεία και πως αυτές μπορούν να αντιμετωπιστούν.
Μία νέα έρευνα που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό BMJ εξέτασε ασθενείς με ιστορικό COVID-19, θέλοντας να εξετάσει αν οι τελευταίοι διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσουν άλλες νόσους μετά την ανάρρωσή τους από τον ιό.
Στατιστικά στοιχεία για την COVID-19
Σχεδόν 1 έτος μετά την ανακήρυξη της COVID-19 ως πανδημία από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO), περίπου 164 άτομα έχουν μολυνθεί με τον ιό, ενώ 3.4 εκατομμύρια έχουν καταλήξει.
“Αρκετοί ασθενείς που μολύνονται με τον SARS-CoV-2 παραμένουν ασυμπτωματικοί σε όλη τη διάρκεια της λοίμωξης, ενώ άλλοι παρουσιάζουν διαφόρου βαρύτητας συμπτώματα.
Η πανδημία έχει επιβαρύνει σημαντικά τα συστήματα υγείας αρκετών χωρών, με τις ΜΕΘ να γεμίζουν από ασθενείς με σοβαρή COVID-19″, αναφέρει ο κ. Αντώνιος Δημητρακόπουλος – Διευθυντής Γ’ Παθολογικής Κλινικής Ερρίκος Ντυνάν Hospital.
Τα περισσότερα συμπτώματα της λοίμωξης υποχωρούν μέσα σε λίγες εβδομάδες, ωστόσο σε ορισμένους ασθενείς κάποια από αυτά μπορεί να παραμείνουν για μεγαλύτερη διάρκεια, ένα φαινόμενο που ονομάζεται σήμερα «Long COVID».
Τι έδειξε η έρευνα
Η νέα μελέτη παρατήρησης εξέτασε ασθενείς που είχαν θετικές εξετάσεις για τον ιό SARS–CoV-2 στο διάστημα από την 1η Ιανουαρίου μέχρι την 31η Οκτωβρίου του 2020.
Από τους 266.586 ασθενείς με COVID-19, στην έρευνα εξετάστηκαν μόνο οι 193.113 για τους οποίους υπήρχαν δεδομένα για περισσότερο από 21 ημέρες.
Οι εθελοντές είχαν ηλικίες 18-65 ετών και, σύμφωνα με τη μελέτη, συμμετείχαν σε μία μεγάλη βάση δεδομένων με αρχεία ασθενών από τις ΗΠΑ.
Προκειμένου να παρακολουθήσουν την πορεία τους, οι επιστήμονες συνέλεξαν δεδομένα για τους ασθενείς από την παραπάνω βάση δεδομένων, από μία βάση δεδομένων με αποτελέσματα εργαστηριακών εξετάσεων και μία βάση με το ιστορικό εισαγωγών στα νοσοκομεία.
“Εξετάζοντας τα δεδομένα για τους ασθενείς, οι επιστήμονες θέλησαν να διαπιστώσουν ποιοι ασθενείς διαγνώστηκαν με μία νέα νόσο στους 6 μήνες της «μετα-οξείας φάσης», δηλαδή το διάστημα που ξεκινά 3 εβδομάδες μετά τη διάγνωση της COVID-19.
Τα δεδομένα των παραπάνω ασθενών συγκρίθηκαν με αυτά μίας ομάδας ελέγχου με ασθενείς που είχαν νοσηλευτεί επίσης σε νοσοκομεία το 2020, χωρίς ωστόσο να έχουν ιστορικό διάγνωσης με COVID-19“, εξηγεί ο κ. Δημητρακόπουλος.
Όπως διαπίστωσαν, το 14% των ασθενών με COVID-19 είχε παρουσιάσει τουλάχιστον μία νέα νόσο που απαιτούσε θεραπεία στο διάστημα των παραπάνω 6 μηνών.
Ο κίνδυνος εμφάνισης μίας νέας νόσου ήταν 5% υψηλότερος στην ομάδα των ασθενών που είχαν ιστορικό COVID-19, σε σχέση με την ομάδα ελέγχου, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις της έρευνας.
Κίνδυνος και στους νεαρούς ασθενείς
Ο αυξημένος κίνδυνος μάλιστα δεν παρατηρήθηκε μόνο στους ηλικιωμένους, ή τους ασθενείς με προϋπάρχουσες παθήσεις.
Αρκετοί ασθενείς νεαροί ηλικίας, μεταξύ των οποίων και αυτοί που δεν είχαν ιστορικό χρονίων νόσων, παρουσίασαν νέες νόσους μετά την ανάρρωσή τους από COVID-19.
«Οι γιατροί πρέπει να γνωρίζουν ότι οι ασθενείς που αναρρώνουν από COVID-19 διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να διαγνωστούν με μία σειρά άλλα νοσήματα.
Αυτή τη στιγμή το παραπάνω πεδίο συγκεντρώνει το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας», έγραψε η Dr Elaine Maxwell, από το National Institute for Health Research του Λονδίνου, σε ένα άρθρο που συνόδευσε τα αποτελέσματα της έρευνας.
Τι σημαίνουν τα αποτελέσματα της έρευνας
Οι παρατηρήσεις της έρευνας προσφέρουν έναν ακόμα λόγο για να περιορίσουμε την εξάπλωση της COVID-19.
“Αν και τα προφανή οφέλη από τον περιορισμό της κυκλοφορίας του ιού είναι η μείωση των νοσηλειών και των θανάτων, από την παρούσα μελέτη φαίνεται ότι θα περιοριστεί και η μακροπρόθεσμη επιβάρυνση στα συστήματα υγείας”, σημειώνει ο κ. Δημητρακόπουλος.
Η έρευνα προσφέρει σαφή δεδομένα και προσδιορίζει ότι η πιθανότητα εμφάνισης νέων παθήσεων είναι 14%.
Το ποσοστό αυτό είναι ιδιαίτερα υψηλό.
“Καθώς οι παθήσεις που εμφάνισαν οι ασθενείς εντοπίζονται σε αρκετά διαφορετικά οργανικά συστήματα, είναι προφανές ότι η επιβάρυνση στα συστήματα υγείας θα είναι σημαντική μακροπρόθεσμα“, επισημαίνει ο κ. Δημητρακόπουλος.
Περιορισμοί της έρευνας
Οι επιστήμονες αναγνώρισαν ότι η μελέτη τους είχε ορισμένους περιορισμούς.
Για παράδειγμα, δεν κατάφεραν να εξετάσουν αν οι ίδιοι ασθενείς διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο θανάτου, καθώς αυτό δεν ήταν δυνατό να διαπιστωθεί από τα δεδομένα στα οποία είχαν πρόσβαση.
Επιπλέον, ενδέχεται ορισμένοι ασθενείς να κατηγοριοποιήθηκαν λανθασμένα.
“Για παράδειγμα, υπάρχει πιθανότητα ένας ασθενής που μπήκε στην ομάδα ελέγχου να είχε αδιάγνωστη COVID-19 στο ιστορικό του, γεγονός που ενδεχομένως θα επηρέασε τα αποτελέσματα”, καταλήγει ο κ. Δημητρακόπουλος.