Η χρήση μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων (ΜΣΑΦ), όπως η ιβουπροφαίνη, δεν συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο θανάτου ή χειρότερη πρόγνωση όταν χορηγείται σε ασθενείς που νοσηλεύονται για COVID-19, σύμφωνα με τα αποτελέσματα μίας νέας μελέτης παρατήρησης που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Lancet Rheumatology.
Τα ΜΣΑΦ χρησιμοποιούνται τυπικά για την αντιμετώπιση οξέος άλγους, αλλά και σε ρευματολογικές παθήσεις, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα και η οστεοαρθρίτιδα.
Στην αρχή της πανδημίας, υπήρχε έντονη ανησυχία ότι τα παραπάνω φάρμακα ενδέχεται να επιδεινώνουν την πρόγνωση των ασθενών με COVID-19, γεγονός που οδήγησε σε αρκετές μελέτες.
Η μελέτη ISARIC CCP-UK (International Severe Acute Respiratory and emerging Infection Consortium Clinical Characterisation Protocol United Kingdom) είναι η μεγαλύτερη μελέτη αυτού του είδους και προσφέρει ισχυρά δεδομένα που δείχνουν ότι δεν υπάρχει κίνδυνος από τη χορήγηση ΜΣΑΦ σε ασθενείς με COVID-19.
Στην έρευνα, περίπου το 1/3 των ασθενών (30.4% ή 1.279 από τους 4.211) που είχαν λάβει ΜΣΑΦ πριν τη νοσηλεία τους για COVID-19, τελικά κατέληξαν.
Στην ομάδα των ασθενών που δεν είχαν λάβει ΜΣΑΦ, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 31.3% (21.256 στους 67.968), γεγονός που δείχνει ότι τα φάρμακα δεν αυξάνουν τον κίνδυνο θανάτου.
Το ίδιο διαπιστώθηκε και στους ασθενείς με ρευματολογικά νοσήματα που έπαιρναν ΜΣΑΦ.
Σε ποιες ασθένειες χρησιμοποιούνται τα ΜΣΑΦ
“Τα ΜΣΑΦ χρησιμοποιούνται σήμερα για πάρα πολλές ενδείξεις, από την αντιμετώπιση του ήπιου άλγους μέχρι τη θεραπεία χρονίων νόσων, όπως η αρθρίτιδα και η καρδιαγγειακή νόσος.
Αρκετοί άνθρωποι βασίζονται στα παραπάνω φάρμακα για να επιτελέσουν τις καθημερινές τους δραστηριότητες“, αναφέρει ο κ. Αντώνιος Δημητρακόπουλος – Διευθυντής Γ΄ Παθολογικής Κλινικής Ερρίκος Ντυνάν Hospital, προσθέτοντας:
“Κατά συνέπεια, στην αρχή της πανδημίας ήταν απαραίτητο να εξετάσουμε άμεσα αν τα ΜΣΑΦ αυξάνουν τον κίνδυνο COVID-19.
Μετά τη δημοσίευση της παραπάνω μελέτης, έχουμε πλέον σαφή δεδομένα που δείχνουν ότι η χρήση των φαρμάκων αυτών είναι ασφαλής στους ασθενείς με COVID-19″.
Η έρευνα
Στην έρευνα χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα σχετικά:
-με τα φάρμακα που είχαν συνταγογραφηθεί στους ασθενείς,
-τα φάρμακα που έπαιρναν εκείνη τη στιγμή,
-καθώς και τα φάρμακα που είχαν λάβει μέχρι και 14 ημέρες πριν την εισαγωγή τους στο νοσοκομείο.
Οι επιστήμονες εξέτασαν επίσης δημογραφικά δεδομένα, καθώς και το ατομικό ιστορικό του κάθε ασθενούς.
Συνολικά εξετάστηκαν 72.179 ασθενείς με επιβεβαιωμένη ή πιθανή COVID-19 λοίμωξη από 255 νοσοκομεία της Αγγλίας, της Σκωτίας και της Ουαλίας από τον Ιανουάριο μέχρι τον Αύγουστο του 2020.
Από το σύνολο των εθελοντών, το 5.8% είχε λάβει ΜΣΑΦ πριν την εισαγωγή του στο νοσοκομείο.
Οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν μοντέλα αναλύσεων για να εξετάσουν:
-την επίδραση των ΜΣΑΦ στην πιθανότητα εισαγωγής στη ΜΕΘ,
-την ανάγκη διασωλήνωσης,
-τη χορήγηση οξυγόνου,
-την εμφάνιση οξείας νεφρικής βλάβης, ή,
-τον κίνδυνο θανάτου στους νοσηλευόμενους ασθενείς με COVID-19.
Οι ασθενείς που έπαιρναν ΜΣΑΦ δεν είχαν αυξημένο κίνδυνο για κανένα από τους παραπάνω παράγοντες συγκριτικά με αυτούς που δεν έπαιρναν τα παραπάνω φάρμακα.
Περιορισμός της έρευνας
Ένας περιορισμός της έρευνας ήταν ότι δεν εξέτασε όλους τους ασθενείς που είχαν COVID-19 στη Μεγάλη Βρετανία σε αυτό το διάστημα.
Επιπλέον, δεν εξέτασε ασθενείς με σοβαρή COVID-19 που δεν προσήλθαν σε κάποιο νοσοκομείο.
Ωστόσο, όπως υποστήριξαν οι επιστήμονες, ο αριθμός των τελευταίων ασθενών πιθανώς είναι πάρα πολύ μικρός.
“Οι επιστήμονες δεν είχαν επίσης δεδομένα σχετικά με τη διάρκεια που έπαιρναν ΜΣΑΦ οι ασθενείς πριν την εισαγωγή τους στο νοσοκομείο ούτε ποια ήταν η ένδειξη για την οποία χορηγήθηκαν.
Στη Μεγάλη Βρετανία, το πλέον κοινό ΜΣΑΦ είναι η ιβουπροφαίνη, επομένως τα αποτελέσματα της έρευνας ενδεχομένως δεν αφορούν χώρες στις οποίες προτιμώνται άλλα ΜΣΑΦ”, καταλήγει ο κ. Δημητρακόπουλος.