Οι νεαροί ενήλικες που παρουσιάζουν ήπια συμπτώματα από την COVID-19 μπορεί να έχουν χρόνιες βλάβες στα αγγεία τους μετά την αποδρομή της λοίμωξης, σύμφωνα με τα αποτελέσματα μίας νέας μικρής μελέτης.
Αν και ο ιός SARS-CoV-2 επηρεάζει συνήθως τους πνεύμονες και η λοίμωξη που προκαλεί είναι περισσότερο επικίνδυνη για τους ηλικιωμένους, τελευταία δεδομένα δείχνουν ότι μπορεί να προκαλέσει χρόνιες βλάβες στο καρδιαγγειακό σύστημα, ακόμα και σε νεαρά άτομα ή ασθενείς που παρουσίασαν ήπια συμπτώματα.
Στην τελευταία έρευνα, μία ομάδα επιστημόνων εξέτασε την καρδιαγγειακή υγεία 30 νεαρών ενηλίκων, εκ των οποίων οι 15 είχαν θετικές εξετάσεις για την COVID-19 τον περασμένο μήνα.
“Αναλύοντας τους υπερήχους για τη ροή του αίματος στις αρτηρίες, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι υπήρχαν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις 2 ομάδες.
Αν και κανένας από τους νεαρούς ενήλικες που είχαν θετικές εξετάσεις δεν χρειάστηκε να νοσηλευτεί,οι αρτηρίες τους ήταν πιο δύσκαμπτες και είχαν μειωμένη ελαστικότητα σε σχέση με αυτές της ομάδας ελέγχου“, αναφέρει ο κ. Αντώνιος Δημητρακόπουλος – Διευθυντής Γ’ Παθολογικής Κλινικής Ερρίκος Ντυνάν Hospital.
Ιδιαίτερα οι καρωτίδες, οι οποίες μεταφέρουν το αίμα στον εγκέφαλο, είχαν 27% μειωμένη ικανότητα διόγκωσης και 22% μειωμένη ελαστικότητα κατά μέσο όρο.
Η αορτή, η αρτηρία που μεταφέρει το αίμα από την καρδιά, είχε επίσης επηρεαστεί.
Περιορισμός της έρευνας
Ένας περιορισμός της έρευνας ήταν ότι οι επιστήμονες δεν γνώριζαν την κατάσταση των αρτηριών στους ασθενείς πριν τη λοίμωξή τους με COVID-19.
“Καθώς προφανώς ήταν αδύνατο να προβλεφθεί εκ των προτέρων η εμφάνιση της πανδημίας, οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν δεδομένα από υγιείς εθελοντές για τις συγκρίσεις που έκαναν“, σημειώνει ο κ. Δημητρακόπουλος.
Αν και το δείγμα που εξετάστηκε στην έρευνα ήταν σχετικά μικρό, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η COVID-19 μπορεί να έχει σοβαρές επιδράσεις σε όλους τους ασθενείς.
Ακόμα και σε άτομα νεαρής ηλικίας χωρίς συνυπάρχουσες παθήσεις, οι επιδράσεις στο καρδιαγγειακό σύστημα μπορεί να παραμείνουν για αρκετό καιρό μετά την αποδρομή της λοίμωξης.
Οι μεταβολές στην ελαστικότητα και τη δομή των αρτηριών αυξάνουν τον κίνδυνο καρδιαγγειακών νόσων, όπως:
-οι βλάβες του μυοκαρδίου,
-οι αρρυθμίες,
-το οξύ στεφανιαίο σύνδρομο και οι θρομβώσεις,
κάτι που είναι ιδιαίτερα σημαντικό για ασθενείς με χρόνια νοσήματα που αυξάνουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο, όπως ο διαβήτης και η υπέρταση.
“Είναι σίγουρο ότι θα πρέπει να γίνουν περαιτέρω έρευνες προκειμένου να διαπιστώσουμε ποιοι ασθενείς διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για τις παραπάνω επιπλοκές, καθώς και ποια είναι η διάρκειά τους, ωστόσο οι παρατηρήσεις της παρούσας μελέτης συμφωνούν με αυτές προηγουμένων ερευνών που είχαν δείξει ότι οι βλάβες μπορεί να παραμείνουν για περισσότερο από 3 μήνες, ανεξαρτήτως σοβαρότητας των συμπτωμάτων της COVID-19″, επισημαίνει ο κ. Δημητρακόπουλος.
Μάλιστα, αρκετοί ασθενείς που υποφέρουν σήμερα από long COVID, είχαν ήπια συμπτώματα κατά τη διάρκεια της οξείας λοίμωξης.
Αρκετές εβδομάδες ή μήνες μετά την COVID-19, δεν είναι λίγοι οι ασθενείς που παρουσιάζουν ακόμα δυσκολίες στην αναπνοή ή διαταραχές της αρτηριακής πίεσης, γεγονός που αποτελεί ένδειξη μακροπρόθεσμων βλαβών στην καρδιά και τους πνεύμονες.
Καταλαβαίνουμε επομένως ότι, ανεξαρτήτως ηλικίας, θα πρέπει να λάβουμε κάθε μέτρο για να αποφύγουμε μία λοίμωξη με τον ιό.
Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Experimental Physiology.