Αν και σήμερα υπάρχουν ορισμένα αντιφλεγμονώδη φάρμακα που μπορούν να περιορίσουν τον κίνδυνο θανάτου από COVID-19, όπως για παράδειγμα η δεξαμεθαζόνη και η τοσιλιζουμάμπη, τα φάρμακα αυτά χορηγούνται μόνο σε νοσηλευόμενους ασθενείς με σοβαρή COVID-19.
Το ζητούμενο αυτή τη στιγμή είναι να ανακαλυφθούν νέα φάρμακα, τα οποία θα μπορούμε να λάβουμε στο σπίτι, σε μορφή χαπιού, προκειμένου να μην χρειαστούμε νοσηλεία.
“Η ανάπτυξη και έγκριση ενός αντιιικού φαρμάκου είναι μία διαδικασία που τυπικά χρειάζεται αρκετά χρόνια, καθώς αρχικά πρέπει να ανακαλύψουμε ουσίες που μπορούν να αλληλεπιδράσουν με τον ιό και στη συνέχεια να εξετάσουμε τόσο την αποτελεσματικότητα όσο και την ασφάλειά τους“, αναφέρει ο κ. Αντώνιος Δημητρακόπουλος – Διευθυντής Γ’ Παθολογικής Κλινικής Ερρίκος Ντυνάν Hospital, προσθέτοντας:.
“Για το λόγο αυτό, οι επιστήμονες προσπαθούν να εξετάσουν και φάρμακα τα οποία έχουν εγκριθεί στο παρελθόν για άλλες παθήσεις και επομένως γνωρίζουμε ότι είναι ασφαλή“.
Αντίθετα με τα αντιβιοτικά ευρέως φάσματος, τα οποία έχουν χρησιμότητα στην αντιμετώπιση αρκετών διαφορετικών λοιμώξεων, τα αντιιικά φάρμακα σπάνια αντιμετωπίζουν περισσότερους από έναν ιούς.
Η ρεμδεσιβίρη, για παράδειγμα, η οποία αναπτύχθηκε για τη θεραπεία της ηπατίτιδας C, προτάθηκε κάποια στιγμή ως θεραπεία για την COVID-19, ωστόσο οι κλινικές δοκιμές έδειξαν ότι έχει πολύ περιορισμένη αποτελεσματικότητα στην αντιμετώπιση του κορωνοϊού.
Η απουσία ευρέως φάσματος αντιιικών φαρμάκων αποδίδεται κυρίως στη μεγαλύτερη ποικιλομορφία των ιών σε σχέση με τα βακτήρια.
Αντίθετα με τα τελευταία, οι ιοί έχουν πολύ λιγότερες πρωτεϊνικές δομικές μονάδες που μπορούν να αποτελέσουν στόχο των φαρμάκων.
Προκειμένου ένα φάρμακο να μπορέσει να δράσει, θα πρέπει να έχει την ικανότητα να φτάνει στο στόχο του.
“Αυτό συχνά αποτελεί πρόκληση στην ανάπτυξη αντιιικών φαρμάκων, καθώς οι ιοί πολλαπλασιάζονται στο εσωτερικό των κυττάρων του ανθρώπου χρησιμοποιώντας τους φυσιολογικούς κυτταρικούς μηχανισμούς.
Κατά συνέπεια, τα αντιιικά φάρμακα θα πρέπει να μπορούν να εισέλθουν στα κύτταρα που έχουν μολυνθεί από τον ιό και να εμποδίσουν τη φυσιολογική λειτουργία του οργανισμού“, εξηγεί ο κ. Δημητρακόπουλος.
Προφανώς, αυτό συχνά οδηγεί σε παράπλευρες βλάβες των κυττάρων οι οποίες εμφανίζονται ως ανεπιθύμητες ενέργειες.
Η αντιμετώπιση των ιών πριν εισέλθουν στα κύτταρα του ανθρώπου αποτελεί επίσης πρόκληση λόγω της φύσης του ιικού περιβλήματος.
Το τελευταίο είναι ιδιαίτερα ανθεκτικό και μπορεί να επιβιώσει σε εχθρικό περιβάλλον μέχρι να φτάσει στο κύτταρο.
Όταν ο ιός προσδεθεί στον υποδοχέα ενός κυττάρου, το περίβλημά του αποσυντίθεται και απελευθερώνει το περιεχόμενό του, στο οποίο περιλαμβάνεται και η γενετική πληροφορία του ιού.
“Το σημείο αυτό στον κύκλο πολλαπλασιασμού του ιού αποτελεί πιθανώς ένα σημείο που μπορεί να αποτελέσει στόχο για ένα φάρμακο, ωστόσο συχνά τα φάρμακα αυτά είναι τοξικά και για τον άνθρωπο“, επισημαίνει ο κ. Δημητρακόπουλος.
Δύσκολο αλλά όχι αδύνατο
Παρά τις παραπάνω δυσκολίες, σήμερα έχουν αναπτυχθεί ορισμένα φάρμακα που αντιμετωπίζουν ορισμένους ιούς, όπως για παράδειγμα η γρίπη και ο HIV.
Τα φάρμακα αυτά παρεμβαίνουν κυρίως στον πολλαπλασιασμό του ιού και στη σύνθεση του ιικού περιβλήματος.
Οι δυσκολίες στην γρήγορη ανάπτυξη αντιιικών φαρμάκων
Σήμερα, έχουν προταθεί ήδη ορισμένοι στόχοι για την ανάπτυξη φαρμάκων που θα αντιμετωπίζουν τον SARS-CoV-2, ωστόσο η ανάπτυξη φαρμάκων χρειάζεται χρόνο και οι ιοί μεταλλάσσονται πολύ γρήγορα.
“Επομένως, ακόμα κι αν καταφέρουμε να αναπτύξουμε ένα αποτελεσματικό φάρμακο, δεν αποκλείεται ο ιός να αναπτύξει ανθεκτικότητα σε αυτό σε μικρό χρονικό διάστημα“, τονίζει ο κ. Δημητρακόπουλος.
Ένα άλλο πρόβλημα στην αντιμετώπιση των ιών είναι ότι αρκετοί από αυτούς, όπως για παράδειγμα ο HIV και ο ιός του έρπητα, μπορούν να μεταβούν σε λανθάνουσα κατάσταση.
Στην τελευταία, τα κύτταρα που έχουν μολυνθεί δεν παράγουν νέους ιούς.
Το μοναδικό κομμάτι του ιού που βρίσκεται στα κύτταρα είναι η αλληλουχία που περιέχει τη γενετική πληροφορία του.
“Κατά συνέπεια, τα φάρμακα που αναφέρθηκαν προηγουμένως δεν έχουν κάποιο στόχο, με αποτέλεσμα ο ιός να επιβιώνει.
Όταν ο ιός ενεργοποιηθεί εκ νέου, τότε μπορεί να εμφανιστούν ξανά συμπτώματα και ο ασθενής να χρειαστεί να λάβει πάλι θεραπεία.
Το γεγονός αυτό αυξάνει την πιθανότητα να εμφανιστεί ανθεκτικότητα, καθώς ο ιός εκτίθεται για μεγαλύτερη διάρκεια στη διαδικασία της φαρμακοεπαγόμενης επιλογής των ανθεκτικών στελεχών“, λέει ο κ. Δημητρακόπουλος.
Εμφάνιση ανθεκτικότερων στελεχών του ιού
Αν και ακόμα δεν έχουμε κατανοήσει πλήρως τον κύκλο ζωής των κορωνοϊών, φαίνεται ότι έχουν την ικανότητα να παραμένουν στον οργανισμό για παρατεταμένη διάρκεια, ιδιαίτερα σε ασθενείς με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα, γεγονός που οδηγεί σε εμφάνιση ανθεκτικότερων στελεχών.
Η έρευνα για τους κορωνοϊούς έχει σημειώσει μεγάλη πρόοδο σε μικρό χρονικό διάστημα, ωστόσο υπάρχουν ακόμα αρκετά αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με την ανάπτυξη αντιιικών φαρμάκων.
Καθώς το Σεπτέμβριο δεν αποκλείεται να εμφανιστούν νέα κύματα κρουσμάτων η έρευνα για αντιιικά φάρμακα έχει μπροστά της ένα ξεκάθαρο στόχο.