Ο ιός SARS-CoV-2 είναι πολύ πιθανό να μεταδίδεται ευκολότερα τους χειμερινούς μήνες και δυσκολότερα τους καλοκαιρινούς, κάτι που ισχύει και με τους υπόλοιπους κορονοϊούς που κυκλοφορούν σήμερα.
Το τελευταίο έτος παρατηρήσαμε επίσης ότι τα κρούσματα, οι νοσηλείες και οι θάνατοι από COVID-19 αυξάνονται το χειμώνα σε όλες τις χώρες του κόσμου, γεγονός που αποτελεί ένδειξη εποχικότητας.
Οι μεταβολές στη μετάδοση του ιού ανάλογα με την εποχή συνδέονται σε κάποιο βαθμό με τη συμπεριφορά του ανθρώπου.
Το καλοκαίρι, περνάμε περισσότερο χρόνο σε εξωτερικούς χώρους, όπου ο κίνδυνος μόλυνσης είναι πολύ χαμηλότερος.
Επιπλέον, οι περισσότεροι άνθρωποι ασκούνται περισσότερο το καλοκαίρι και εκτίθενται περισσότερο στον ήλιο, γεγονός που αυξάνει τα επίπεδα της βιταμίνης D και ενισχύει το ανοσολογικό σύστημα.
“Σήμερα, γνωρίζουμε επίσης ότι η υπεριώδης ακτινοβολία του ηλίου μπορεί να μειώσει τη διάρκεια επιβίωσης του ιού σε μία επιφάνεια.
Συνδυαστικά, όλοι οι παραπάνω παράγοντες, σε συνδυασμό με την υγρασία και τη θερμοκρασία, επηρεάζουν σε κάποιο βαθμό την εξάπλωση του ιού.
Πόσο σημαντική είναι, όμως, η επίδραση των παραπάνω παραγόντων;
Θα πρέπει να περιμένουμε μείωση των περιστατικών το καλοκαίρι;
Θα εμφανιστεί νέο κύμα κρουσμάτων τον επόμενο χειμώνα;“, σημειώνει ο κ. Αντώνιος Δημητρακόπουλος, Διευθυντής Γ’ Παθολογικής Κλινικής Ερρίκος Ντυνάν Hospital
Μία νέα μελέτη προσπάθησε να δώσει απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα.
Εξετάζοντας τις επιδράσεις του κλίματος
Γνωρίζουμε σήμερα ότι κάθε λοίμωξη χαρακτηρίζεται από ένα δείκτη αναπαραγωγής R.
Όσο υψηλότερος είναι ο δείκτης, τόσο ταχύτερα εξαπλώνεται το παθογόνο της λοίμωξης.
Στην αρχή της, όταν κανένας δεν έχει ανοσία για το παθογόνο, τα κρούσματα αυξάνονται εκθετικά.
Την περίοδο αυτή, το R που περιγράφει την εξάπλωση του παθογόνου λέγεται R0.
Η μελέτη
Χρησιμοποιώντας δεδομένα από όλο τον κόσμο, οι επιστήμονες της παρούσας μελέτης, υπολόγισαν την τιμή του R0 για την COVID-19 σε 359 μεγαλουπόλεις.
Κάθε πόλη που εξετάστηκε είχε πάνω από 500.000 κατοίκους και παρουσίασε τουλάχιστον 1 κύμα κρουσμάτων το 2020.
Εξετάζοντας αποκλειστικά μεγαλουπόλεις, σε συνδυασμό με:
-τα δημογραφικά τους στοιχεία,
-το κλίμα και,
-τα μέτρα πρόληψης που εφαρμόστηκαν,
προσδιόρισαν τη συμβολή καθενός από τους παραπάνω παράγοντες στην εξάπλωση του ιού.
-Όπως διαπίστωσαν, η αυξημένη υπεριώδης ακτινοβολία συνδέεται με περιορισμό στην ταχύτητα εξάπλωσης του ιού.
Συνολικά, το R0 παρουσίαζε μείωση 0.05 για κάθε αύξηση της υπεριώδους ακτινοβολίας κατά 10 kJ ανά τετραγωνικό μέτρο.
Στις πόλεις που εξετάστηκαν, η έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία ήταν από 30 kJ μέχρι 130 kJ ανά τετραγωνικό μέτρο.
“Καθώς τα επίπεδα της υπεριώδους ακτινοβολίας είναι υψηλότερα το καλοκαίρι, οι παρατηρήσεις των επιστημόνων δείχνουν ότι αυτός είναι ένας παράγοντας που συμβάλλει στην εποχική φύση του SARS-CoV-2“, εξηγεί ο κ. Δημητρακόπουλος.
Ωστόσο, η έρευνα δεν κατάφερε να αποδείξει σχέση αιτίας-αποτελέσματος ανάμεσα στους δύο παράγοντες, καθώς ενδεχομένως αποδίδεται και σε άλλα αίτια.
Για παράδειγμα, όσο υψηλότερη είναι η υπεριώδης ακτινοβολία σε μία πόλη, τόσο υψηλότερη είναι και η θερμοκρασία της.
Αν και η έρευνα δεν παρατήρησε στατιστικώς σημαντική σύνδεση ανάμεσα στο R0 και τη θερμοκρασία ή την υγρασία, δεν κατάφερε να αποκλείσει αυτό το ενδεχόμενο.
Μάλιστα, προηγούμενες μελέτες είχαν παρατηρήσει σύνδεση ανάμεσα στη θερμοκρασία και την εξάπλωση του ιού.
Τι σημαίνουν οι παραπάνω παρατηρήσεις;
Αν και οι επιδράσεις της υπεριώδους ακτινοβολίας που παρατήρησε η μελέτη ήταν στατιστικά σημαντικές, ήταν σχετικά περιορισμένες συγκριτικά με άλλους παράγοντες.
Τα δημογραφικά στοιχεία των πόλεων, όπως για παράδειγμα ο πληθυσμός τους και τα επίπεδα της μόλυνσης του αέρα, σε συνδυασμό με τα μέτρα που εφαρμόστηκαν, επηρέαζαν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό τις μεταβολές στο R0.
“Τα μέτρα lockdown για παράδειγμα, είχαν σχεδόν τετραπλάσια επίδραση στη μεταβολή του R0 συγκριτικά με την υπεριώδη ακτινοβολία.
Αυτό δείχνει ότι είναι στο χέρι μας να περιορίσουμε την εξάπλωση του ιού, ανεξαρτήτως καιρικών συνθηκών.
Ο μαζικός εμβολιασμός του πληθυσμού είναι ένας ακόμα παράγοντας που θα βοηθήσει σίγουρα στον περιορισμό των μελλοντικών κρουσμάτων“, είναι η επισήμανση του κ. Δημητρακόπουλου.
Προς το παρόν, δεν είναι ακόμα δυνατό να αποφανθούμε αν η COVID-19 θα εξελιχθεί σε εποχική νόσο, αντίστοιχα με τη γρίπη ή τους άλλους 4 κορονοϊούς.
Αν και η παρούσα μελέτη ανέδειξε ορισμένους παράγοντες που δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση, θα πρέπει να περιμένουμε για να διαπιστώσουμε την τελική έκβαση της πανδημίας.