Μία νέα έρευνα από τα Πανεπιστήμια του Exeter και του Bristol της Μεγάλης Βρετανίας συνδέει το στέλεχος Β.1.1.7 με σημαντικά αυξημένη θνητότητα.
Το στέλεχος αυτό, το οποίο ανιχνεύθηκε για πρώτη φορά στο Kent της Μεγάλης Βρετανίας και έχει ήδη εξαπλωθεί σε αρκετές χώρες του κόσμου, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, έχει 30-100% αυξημένη θνητότητα σε σχέση με τα προηγούμενα στελέχη, όπως αναφέρει η μελέτη.
Η έρευνα συνέκρινε τον αριθμό των θανάτων σε ένα δείγμα ασθενών που είχαν μολυνθεί με το στέλεχος Β.1.1.7 με τον ίδιο αριθμό σε ένα δείγμα ασθενών από τα προηγούμενα στελέχη.
Όπως διαπιστώθηκε, το νέο στέλεχος προκάλεσε 227 θανάτους σε ένα δείγμα 54.906 ασθενών.
Σε ένα ισομεγέθες δείγμα ασθενών με τα παλαιότερα στελέχη παρατηρήθηκαν συνολικά 141 θάνατοι.
“Καθώς το στέλεχος Β.1.1.7 έχει ήδη ανιχνευθεί σε περισσότερες από 50 χώρες, οι παρατηρήσεις της έρευνας προσφέρουν σημαντικές πληροφορίες στις κυβερνήσεις οι οποίες θα βοηθήσουν στην εφαρμογή των καταλλήλων μέτρων πρόληψης“, επισημαίνει ο κ. Αντώνιος Δημητρακόπουλος, Διευθυντής Γ’ Παθολογικής Κλινικής Ερρίκος Ντυνάν Hospital.
Η έρευνα δημοσιεύτηκε στις 10 Μαρτίου 2021 στο επιστημονικό περιοδικό British Medical Journal.
«Αν και τα ποσοστά θνητότητας από COVID-19 στην κοινότητα είναι σχετικά χαμηλά, το στέλεχος Β.1.1.7 αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την υψηλότερη μολυσματικότητα του συγκεκριμένου στελέχους, το καθιστά ιδιαίτερα επικίνδυνο», υποστήριξε ο Robert Challen, επικεφαλής της έρευνας από το Πανεπιστήμιο του Exeter.
Το στέλεχος του Kent, το οποίο ανιχνεύθηκε για πρώτη φορά στη Μεγάλη Βρετανία το Σεπτέμβριο του 2020, εξαπλώνεται πολύ ταχύτερα σε σχέση με τα προηγούμενα στελέχη του SARS-CoV-2 και ευθύνεται για αρκετά από τα lockdown στις Ευρωπαϊκές χώρες τους τελευταίους μήνες.
Η παρούσα μελέτη παρατήρησε ότι αρκετοί ασθενείς που δεν θα είχαν νοσήσει ή θα είχαν παρουσιάσει ήπια συμπτώματα με τα προηγούμενα στελέχη του ιού, νόσησαν σοβαρά και χρειάστηκε να νοσηλευτούν όταν μολύνθηκαν με το στέλεχος B.1.1.7.
Κατά την ανάλυση των δεδομένων για 54.609 ασθενείς όλων των ηλικιακών ομάδων και δημογραφικών χαρακτηριστικών, με μοναδική διαφορά το στέλεχος του SARS-CoV-2 από το οποίο μολύνθηκαν, οι επιστήμονες της έρευνας, όπως προαναφέρθηκε, παρατήρησαν περισσότερους θανάτους από το νεότερο στέλεχος σε σχέση με τα προηγούμενα στελέχη.
«Η ανάλυσή μας επικεντρώθηκε σε περιστατικά στο διάστημα Νοέμβριος 2020 έως Ιανουάριος 2021, όταν δηλαδή είχαμε και τα δύο στελέχη του SARS-CoV-2 στη Μεγάλη Βρετανία. Αυτό σημαίνει ότι ήταν ευκολότερο να βρούμε ασθενείς με παρόμοια χαρακτηριστικά στις δύο ομάδες, περιορίζοντας έτσι την επίδραση άλλων παραγόντων», υποστήριξε ο Leon Danon, ένας επιστήμονας από το Πανεπιστήμιο του Bristol που συμμετείχε στην έρευνα, προσθέτοντας ότι τα αποτελέσματα της μελέτης επιβεβαιώθηκαν από μελλοντικές αναλύσεις.
«Βλέπουμε ότι ο SARS-CoV-2 μεταλλάσσεται ταχέως και υπάρχει ανησυχία ότι σύντομα θα εμφανιστούν στελέχη με ανθεκτικότητα στα εμβόλια που κυκλοφορούν σήμερα.
Κατά συνέπεια, στο μέλλον είναι σημαντικό να παρακολουθούμε συνεχώς τα στελέχη από τα οποία μολύνονται οι ασθενείς, με σκοπό να μπορούμε να λάβουμε άμεσα τα κατάλληλα μέτρα», κατέληξε.