Το ιικό φορτίο του SARS-CoV-2 φτάνει τη μέγιστη τιμή του στο αναπνευστικό σύστημα κατά την πρώτη εβδομάδα της νόσησης, σύμφωνα με τα αποτελέσματα μίας νέας συστηματικής μελέτης και μετα-ανάλυσης η οποία διαπίστωσε επίσης ότι οι ασθενείς μπορεί να συνεχίσουν να εκλύουν σωματίδια του ιού για περισσότερο από 2 εβδομάδες.
Ωστόσο, καμία από τις 79 έρευνες που εξετάστηκαν στην ανάλυση δεν διαπίστωσε «ζωντανούς» ιούς μετά την 9η ημέρα.
Μία άλλη ενδιαφέρουσα παρατήρηση ήταν ότι η μέση ιική απέκκριση των ασθενών ήταν ανάλογη της ηλικίας, αλλά όχι του φύλου, όπως αναφέρει η μετα-ανάλυση που δημοσιεύτηκε στο The Lancet Microbe.
Οι παρατηρήσεις της παρούσας μελέτης συμφωνούν με τα δεδομένα προηγουμένων ερευνών που είχαν δείξει ότι τα υψηλότερα ποσοστά μετάδοσης του ιού συμβαίνουν πολύ νωρίς, ιδιαίτερα στις πρώτες 5 ημέρες μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων, γεγονός που αναδεικνύει την ανάγκη άμεσης καραντίνας όταν παρουσιαστούν τα πρώτα συμπτώματα.
Η μελέτη αναφέρεται επίσης σε ορισμένα λιγότερο γνωστά συμπτώματα τα οποία μπορεί αν εμφανιστούν στα πρώιμα στάδια της νόσου, πριν το βήχα ή τον πυρετό.
Οι συγγραφείς της μελέτης υποστήριξαν επίσης ότι οι συνεχόμενες εξετάσεις πιθανώς δεν ενδείκνυνται ως προσέγγιση στην κλινική πράξη προκειμένου να διαπιστωθεί αν ένας ασθενής δεν είναι πλέον μολυσματικός.
Η διάρκεια που ανιχνεύεται το RNA του SARS-CoV-2 είναι κάτι που ακόμα δεν έχει αποσαφηνιστεί πλήρως και η παρούσα έρευνα θέλησε να δώσει απάντηση στο παραπάνω ερώτημα.
Για το σκοπό αυτό, εξετάστηκαν έρευνες ή προδημοσιεύσεις από την 1η Ιανουαρίου μέχρι την 6η Ιουνίου 2020.
Οι επιστήμονες εξέτασαν 79 έρευνες με συνολικά 5.340 ασθενείς.
58 έρευνες είχαν διεξαχθεί στην Κίνα, ενώ 73 είχαν εξετάσει μόνο νοσηλευόμενους ασθενείς. 61 έρευνες είχαν εξετάσει την ιική απέκκριση σε τουλάχιστον 1 σωματικό υγρό.
Από τις παραπάνω έρευνες, οι 43 που εξέτασαν την ιική απέκκριση στο ανώτερο αναπνευστικό σύστημα ανέφεραν ότι αυτή μπορεί να φτάσει τις 17 ημέρες.
7 έρευνες που εξέτασαν το κατώτερο αναπνευστικό σύστημα κατέληξαν ότι η ιική απέκκριση διαρκεί 14.6 ημέρες, ενώ στις 13 έρευνες που εξέτασαν δείγματα κοπράνων, η μέση διάρκειας ιικής απέκκρισης ήταν οι 17.2 ημέρες.
Μόλις 2 έρευνες εξέτασαν δείγματα ορού αίματος (16.6 ημέρες).
Αν και σε ορισμένες έρευνες απομονώθηκαν σωματίδια του ιού από δείγματα κοπράνων μέχρι και 4 εβδομάδες μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων, οι συγγραφείς της μελέτης υποστήριξαν ότι η μετάδοση του ιού από αυτή την οδό είναι εξαιρετικά σπάνια.
Η μέγιστη διάρκεια ιικής απέκκρισης που παρατηρήθηκε, ήταν 83 ημέρες στο ανώτερο αναπνευστικό σύστημα, 59 ημέρες στο κατώτερο αναπνευστικό σύστημα, 126 ημέρες στα δείγματα κοπράνων και 60 ημέρες στα δείγματα ορού αίματος.
8 από τις 13 έρευνες που εξέτασαν το ιικό φορτίο σε δείγματα του ανωτέρου αναπνευστικού συστήματος έδειξαν ότι το ιικό φορτίο φτάνει τη μέγιστη τιμή του την 1η εβδομάδα από την εμφάνιση των συμπτωμάτων, με το υψηλότερο ιικό φορτίο να εντοπίζεται συνήθως «λίγο μετά» τα πρώτα συμπτώματα, δηλαδή την 3η-5η ημέρα.
20 έρευνες εξέτασαν τη σύνδεση ανάμεσα στη διάρκεια απέκκρισης ιικού RNA και τη σοβαρότητα της νόσησης.
13 από αυτές έρευνες, όπως ήταν αναμενόμενο, διαπίστωσαν ότι οι ασθενείς με τη σοβαρότερη νόσηση παρουσίασαν μεγαλύτερη διάρκεια απέκκρισης.
Από τις 12 έρευνες που είχαν αποτελέσματα σχετικά με το ιικό φορτίο και και τη διάρκεια ιικής απέκκρισης σε ασυμπτωματικούς φορείς του SARS-CoV-2, οι 2 διαπίστωσαν ότι οι φορείς είχαν χαμηλότερο ιικό φορτίο σε σχέση με τους συμπτωματικούς ασθενείς, ενώ 4 παρατήρησαν ότι δεν υπήρχε διαφοροποίηση στο ιικό φορτίο ανάμεσα στις δύο ομάδες.
Οι επιστήμονες τόνισαν, ωστόσο, ότι τα δεδομένα σχετικά με τη μετάδοση του ιού από ασυμπτωματικούς φορείς είναι πολύ περιορισμένα προκειμένου να εκδοθούν σαφείς οδηγίες για τη διάρκεια της καραντίνας σε αυτό τον πληθυσμό.
Σημαντικότερα, από τις 11 έρευνες που επιχείρησαν να απομονώσουν ζωντανά σωματίδια του ιού, οι 8 κατάφεραν να απομονώσουν σωματίδια από δείγματα του αναπνευστικού κατά την πρώτη εβδομάδα της νόσησης, ωστόσο καμία δεν διαπίστωσε την παρουσία σωματιδίων μετά την 9η ημέρα.
Μερικοί από τους περιορισμούς της μετα-ανάλυσης ήταν ότι οι ασθενείς έπαιρναν διαφορετικές θεραπείες, οι οποίες πιθανώς επηρέασαν το ιικό φορτίο και την ιική απέκκριση, καθώς και η ετερογένεια του πληθυσμού που εξετάστηκε.