Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει αποτελεσματική θεραπεία για το σύνδρομο του ευερέθιστου εντέρου και ο βασικός στόχος κάθε θεραπευτικής προσέγγισης είναι να μειωθεί η ένταση και η συχνότητα των συμπτωμάτων. Ανάμεσα στις διαθέσιμες θεραπευτικές επιλογές, τα προβιοτικά, με βάση πρόσφατες κατευθυντήριες οδηγίες, αποτελούν μια σημαντική προσέγγιση
Το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου (ΣΕΕ) είναι μια χρόνια λειτουργική διαταραχή του γαστρεντερικού συστήματος που χαρακτηρίζεται από τα συμπτώματα του κοιλιακού πόνου, του μετεωρισμού και των διαταραχών των κενώσεων (διάρροια ή δυσκοιλιότητα ή εναλλαγή διάρροιας δυσκοιλιότητας). Αφορά περισσότερο γυναίκες και νέους ασθενείς. Δεδομένα από την Ελλάδα με χρήση ερωτηματολογίου δείχνουν ότι 13% των ατόμων (19% στις γυναίκες) ανέφεραν συμπτώματα ΣΕΕ. Το ΣΕΕ επηρεάζει σημαντικά την συνολική ποιότητα του ζωής του ασθενούς και ειδικότερα τις κοινωνικές δραστηριότητες, την εργασία, τα ταξίδια και την ποιότητα του ύπνου.
Σε ότι αφορά την διάγνωση του ΣΕΕ, μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν ειδικοί βιολογικοί, ακτινολογικοί, ενδοσκοπικοί ή παθοφυσιολογικοί δείκτες και ως εκ τούτου η διάγνωση βασίζεται σε κλινικά κριτήρια, όπως είναι τα κριτήρια της Ρώμης IV: “Υποτροπιάζον κοιλιακός πόνος που σχετίζεται με αλλαγές στη συχνότητα ή/και στην σύσταση των κοπράνων (≥ 1 ημέρα/εβδ. για διάστημα 3 μηνών και με έναρξη των συμπτωμάτων ≥ 6 μήνες πριν τη διάγνωση”. Υπάρχουν 3 υπότυποι ΣΕΕ: με προέχων σύμπτωμα την διάρροια, με προέχων σύμπτωμα την δυσκοιλιότητα και με εναλλαγές διάρροιας-δυσκοιλιότητας. Σε ότι αφορά τους πιθανούς παθοφυσιολογικούς μηχανισμούς για την εμφάνιση των συμπτωμάτων η Ρώμη IV αναγνωρίζει το ΣΕΕ ως μία διαταραχή του gut-brain axis (άξονας εγκεφάλου – εντέρου) και γίνεται αναφορά σε μηχανισμούς όπως: παθολογική κινητικότητα, σπλαγχνική υπερευαισθησία, αλλαγές στην βλεννογονική διαπερατότητα, στην ανοσολογική απάντηση και στο μικροβίωμα.
Σχετικά με τη θεραπεία, μέχρι σήμερα δεν υπάρχει αποτελεσματική θεραπεία και ο βασικός στόχος κάθε θεραπευτικής προσέγγισης είναι να μειωθεί η ένταση και η συχνότητα των συμπτωμάτων και να βελτιωθεί η ποιότητα ζωής του ασθενούς. Ανάμεσα στις πολλαπλές, διαφορετικές θεραπευτικές επιλογές που υπάρχουν, τα προβιοτικά με βάση πρόσφατες κατευθυντήριες οδηγίες αποτελούν μια σημαντική τέτοια επιλογή με ευεργετική δράση στα βασικά συμπτώματα του ΣΕΕ.
Τα προβιοτικά είναι ζωντανοί μικροοργανισμοί, βακτήρια ή ζύμες, που βρίσκονται φυσιολογικά σε ζυμωμένα (π.χ. κεφίρ) ή σε εμπλουτισμένα (π.χ. γιαούρτι) τρόφιμα όπως και σε χορηγούμενα συμπληρώματα και τα οποία όταν χορηγηθούν σε επαρκείς ποσότητες επάγουν ωφέλιμες για τον οργανισμό μας δράσεις. Τα βασικά χαρακτηριστικά ενός κατάλληλου για το έντερο προβιοτικού είναι: να παραμένει ζωντανό κατα μήκος του γαστρεντερικού σωλήνα, να προσκολλάται στα εντερικά επιθηλιακά κύτταρα και να μην έχει διασταυρούμενη αντοχή στα αντιβιοτικά. Για την αντιμετώπιση του ΣΕΕ επιπλέον χρήσιμα χαρακτηριστικά είναι: η μείωση της εντερικής διαπερατότητας, η ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού και ο ανταγωνισμός με τα βακτήρια που αυξάνονται στη δυσβίωση του συνδρόμου.
Ένα τέτοιο προβιοτικό είναι το Lactolevure IBS, το οποίο περιέχει Pediococcus acidilactici, Lactobacillus plantarum, Lactobacillus plantarum και Vitamin D. Τα συγκεκριμένα στελέχη με τις συνδυασμένες ιδιότητες τους αντιμετωπίζουν τα συμπτώματα του ΣΕΕ πολυπαραγοντικά: μείωση της εντερικής διαπερατότητας με τη παραγωγή κοκκίων πολυφωσφορικών, μείωση της φλεγμονής με την παραγωγή Acetate και Acetylcholine καθώς και η αναστολή της δυσβίωσης (μείωση των βακτηρίων που ευθύνονται για τη δυσβίωση όπως E. coli, Streptococcus, Actinomyces κλπ). Από τις κλινικές μελέτες σε ασθενείς με ΣΕΕ και προέχων σύμπτωμα την διάρροια ή/και με εναλλαγή κενώσεων φαίνεται ότι η χορήγηση του Lactolevure IBS βελτιώνει τον κοιλιακό πόνο και τη σύσταση των κοπράνων στο 39% και 44% των ασθενών αντίστοιχα, καθώς και την ποιότητα ζωής συνολικά στο 50-55% των ασθενών μετά από 6 εβδομάδες χορηγήσης. Η βελτίωση της ποιότητας ζωής σχετίστηκε θετικά με την σπλαγχνική υπερευαισθησία όπως αυτή μετρήθηκε με τον δείκτη VSI (Visceral Sensitivity Index). Ο αριθμός ασθενών που χρειαάζεται να χορηγήσουμε το Lactolevure IBS για αν έχουμε θετική ανταπόκριση είναι πολύ μικρός της τάξης του 2.6. Με την προσθήκη ενός αντισπασμωδικού φαρμάκου, τα ποσοστά αποτελεσματικότητας βελτιώνονται περισσότερα και φτάνουν στο 58% ανταπόκριση για τον κοιλιακό πόνο και την διάρροια και στο 68% ανταπόκριση για την ποιότητα ζωής. Στην μελέτη δεν καταγράφηκε καμία ανεπιθύμητη ενέργεια και η απουσία παρενεργειών επιβεβαιώνει την ασφάλεια και καλή ανοχή του σκευάσματος. Με βάση τα παραπάνω δεδομένα το Lactolevure IBS περιλαμβάνεται στις πρόσφατες συστάσεις του WGO (2017) για την αντιμετώπιση του ΣΕΕ. Η συνιστώμενη δοσολογία είναι 1 caps την ημέρα για 6 εβδομάδες.